εὐσπάθητος

εὐσπάθητος
εὐσπάθητος [ᾰ], ον,
A closelywoven, Hsch. s.v. τρίμιτον: prob. l. for εὐσπάρτεος, Id. [full] εὐσπαλές (-εύς cod.): εὐτελές, Id. [full] εὐσπάρτεος ἱστός· οὗ μήτε ἀραιὸς μήτε πυκνὸς ὁ στήμων τυγχάνει, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευσπάθητος — εὐσπάθητος, ον (Α) ο υφασμένος προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπαθητός (< σπαθώ «κτυπώ το στημόνι με τη σπάθη τού αργαλειού»)] …   Dictionary of Greek

  • εὐσπάθητον — εὐσπάθητος closelywoven masc/fem acc sg εὐσπάθητος closelywoven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”