- εὐσπάθητος
- εὐσπάθητος [ᾰ], ον,A closelywoven, Hsch. s.v. τρίμιτον: prob. l. for εὐσπάρτεος, Id. [full] εὐσπαλές (-εύς cod.): εὐτελές, Id. [full] εὐσπάρτεος ἱστός· οὗ μήτε ἀραιὸς μήτε πυκνὸς ὁ στήμων τυγχάνει, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.